προβληματουργικός

προβληματουργικός
προβλημ-ᾰτουργικός, ή, όν,
A of or for the construction of fortifications, Poll.7.207; -κή (sc.τέχνἠ, , ibid.; ἡ π. δύναμις the faculty of constructing them, Pl.Plt.280d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προβληματουργικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβληματουργικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή προβλημάτων ή ο ικανός, ο κατάλληλος για την κατασκευή αμυντικών ή προστατευτικών μέσων 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβληματουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη κατασκευής οχυρωματικών έργων 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • προβληματουργικῆς — προβληματουργικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβληματουργική — προβληματουργικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”